Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

Φωτογραφία του χρήστη Polisma Publications.

ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

https://www.facebook.com/Polisma-Publications-567651376660038/

https://ftb.academia.edu/AlexiosPanagopoulos

http://www.stamoulis.gr/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΑΛΕΞΙΟΣ_au-746609.aspx

http://www.stamoulis.gr/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΑΛΕΞΙΟΣ_au-743615.aspx

http://www.biblionet.gr/author/51557/Αλέξιος_Παναγόπουλος

Αλ. Παναγόπουλος (2009), «Οι μεγάλοι συγγραφείς των κανόνων, Δαμασκηνός & Ανδρέας Κρήτης, βυζαντινοί υμνογράφοι & ποιητές», Αθήνα, σσ. 60.
Πολλές φορές έχει απασχολήσει τους ειδικούς για το εάν υπάρξε ποίηση στο Βυζάντιο. Κι εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η στιχουργία δεν είναι ποίηση. Εάν λοιπόν η βυζαντινή λογοτεχνία βρεθεί να έχει έμμετρο λόγο άμουσο, δίχως να έχει αισθητική επίδραση, τότε δεν μπορούμε να μιλούμε για ποίηση αλλά για στιχουργία, η οποία δεν θα είναι κατ’ ουσία λογοτεχνία. Εάν υπάρχει λοιπόν μια τέτοια στιχουργία τότε αυτή αποτελεί αντικείμενο έρευνας της φιλολογίας και συγκεκριμένα της βυζαντινής φιλολογίας ως επιστήμης. Αποτελεί πράγματι σπουδαίο ενδιαφέρον η έρευνα για την γλώσσα, για τα είδη που εμφανίζονται και τον συσχετισμό τους με το ιστορικό παρελθόν και την σημασιολογία τους για το μέλλον.
Στο Βυζάντιο εμφανίζεται η δημιουργία της στιχουργίας από ποικίλους πνευματικούς δημιουργούς, που προσεγγίζουν τα θέματα της έμπνευσής τους με μια μοναδική δημιουργικότητα και με διάφορα είδη. Εμφανίζονται λοιπόν τόσο με την μορφή της θύραθεν και της εκκλησιαστικής στιχουργίας, όσο και με τη δημώδη και λογία μορφή. Φυσικά παρατηρείται το γεγονός να εμφανίζονται εκατοντάδες βιβλίων με στίχους μέτριους χωρίς πρωτότυπη έκφραση και δίχως σημαντική παρουσίαση του εσωτερικού ψυχικού κόσμου, αναμασώντας κοινοτοπίες. Χιλιάδες τροπάρια όπως με την μορφή «προσόμοια» σε γλώσσα λογία ή στίχοι άνευ πολλής σπουδαιότητας οι λεγόμενοι «διδακτικοί» σε δημώδη γλώσσα. Επίσης οι ανούσιες χρονογραφίες και τα μακροσκελή θεολογικά ή βυζαντινά ή πατερικά κείμενα, ανεξάρτητα από την γλωσσική μορφή και το σχετικό στόλισμα που τους γίνεται, κατακλύζουν πολυποίκιλα την μεσαιωνική βυζαντινή μας λιτερατούρα. Από αυτά τα κείμενα τα δίχως πρωτοτυπία, τα δίχως την εσωτερική καταπόνηση του δημιουργού τους, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να καταδικάσουμε όλα τα υπόλοιπα, δηλ. την λογία ποίηση των μελωδών και υμνογράφων (Γρηγορίου, Συνεσίου, Ρωμανού, Σωφρονίου, Ανδρέα Κρήτης, Δαμασκηνού, Κοσμά Μαϊμουνά, Κασία, Ανωνύμων, ακόμα και την σατυρική ποίηση του Πτωχοπρόδρομου).
Να διευκρινήσουμε ότι η αληθινή υμνογραφία είναι άρηκτα συνδεδεμένη με το μέλος, καθότι ο ίδιος ο δημιουργός εμπνεύστηκε τόσο τα λόγια όσο και την μουσική, εμπνεύστηκε τόσο τον υμνογραφικό λόγο όσο και την βυζαντινή μουσική. Έως σήμερα τα υμνογραφικά ποιήματα ως λόγος υπάρχουν σε λειτουργική χρήση μέσα στον εκκλησιαστικό λειτουργικό χώρο. Οι πνευματικοί αυτοι δημιουργοί που ονομάζονται «μελωδοί» διακρίνονται σε μεγάλους ή μικρότερης σημασίας. Ο μελωδός εμπνεύστηκε και μελωποίησε γεγονότα του αγιογραφικού, εκκλησιαστικού ή βυζαντινού βίου χρησιμοποιώντας τα ως πηγή έμπνευσης και συνέγραψε μελωποιώντας σε συστήματα όπως : «κοντάκια», «κανόνες», προσόμοια». Οι υπόλοιποι πνευματικοί δημιουργοί που συνέγραψαν μόνο κείμενα, αυτοι ονομάζονται «υμνογράφοι» και όχι «μελωδοί».
Συχνά εμφανίζεται το φαινόμενο κατά την σύνθεση των εκκλησιαστικών ύμνων να συνθέτουν όχι και πάντοτε τόσο οι ικανοί ή χαρισματικοί μελωδοί και έτσι ο λόγος να εμποδίζεται από την πέδη του ειρμού, δηλ. της βυζαντινής μουσικής κατάληξης ή ψαλμωδίας. Επίσης υπήρχε και η τροχιά του προδιαγεγραμμένου κύκλου ώστε η ποιητική διάθεση να μην μπορεί ξεφύγει απ’ αυτην, με αποτέλεσμα να παρατηρείται η «μίμηση» η οποία δεν ήταν μίμηση μόνο του μουσικού συστήματος, των μέτρων, των εκφράσεων, αλλά και της γλώσσας. Μετα την εποχή των μεγάλων υμνογράφων και ποιητών (κυρίως από τον 12ο αιώνα) παρατηρείται η χρήση ανοίκειων διατυπώσεων ή επιθέτων ή εγκωμίων σε αγιολογικά πρόσωπα ή αγίους, κατά πλεονάζουσα χρήση ή μορφή, κι αυτό γινόταν γιατί ο υμνογράφος έπαιρνε ως έμπνευση ένα αρχαιότερο κείμενο και το προσάρμοζε στην νεώτερη αναγκαιότητα της δημιουργίας του.
Η συνήθεια της πνευματικής υποκλοπής και υπεξαίρεσης δικαιολογείται και από την χαλάρωση του πνευματικού βίου, την έλλειψη μεγάλων φωτεινών πνευμάτων, την στέρηση των μεγάλων αγίων μοναχών, αλλά και από την έλλειψη βαθιά εγγράμματων ή λογίων, έτσι ώστε να συγγράφονται κείμενα υμνογραφικά αλλά δίχως την σπουδαιότητα των προηγούμενων αιώνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου